- τωφθαλμω
- τὠφθαλμῷin crasi = τῷ См. τω ὀφθαλμῷ
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
τὠφθαλμῷ — ὀφθαλμῷ , ὀφθαλμός eye masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τὠφθαλμώ — ὀφθαλμώ , ὀφθαλμός eye masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάλη — Αγώνισμα σώμα με σώμα ανάμεσα σε δύο άτομα που προσπαθούν να καταρρίψουν το ένα το άλλο. Μεταφορικά ονομάζεται και η μάχη μεταξύ στρατευμάτων (μάχη πυροβολικού), καθώς και η προσπάθεια υπερνίκησης αντίθετων δυνάμεων ή εμποδίων (πάλη των τάξεων,… … Dictionary of Greek
φυσώ — φυσῶ, άω, ΝΜΑ, και ιων. τ. φυσῶ, έω, Α [φῡσα] 1. παράγω, προξενώ αέρα 2. (για άνεμο) πνέω 3. (για πρόσ.) κατευθύνω ρεύμα αέρα προς μία κατεύθυνση με το στόμα ή με φυσερό 4. προσπαθώ να ανάψω ή να δυναμώσω τη φωτιά με φύσημα (α. «φύσα λίγο τη… … Dictionary of Greek